- διαίρουσαν
- διαίρωraise uppres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαιροῦσαν — διαιρέω take apart pres part act fem acc sg (attic epic doric) διαιρέω take apart pres part act fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωναίος — ζωναῑος, α, ον (Μ) [ζώνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ουράνια ζώνη ή στους ζωναίους, αυτός που διαμένει σε μια από τις περιοχές τού ουρανού, όπως τόν διαιρούσαν οι αποκρυφιστές με παράλληλους κύκλους 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
πλινθίο — το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος] (με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος νεοελλ. 1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη 2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα 3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι 4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον… … Dictionary of Greek
πρεσβύτης — (I) ο, θηλ. πρεσβύτις, ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ γέρος, γριά αρχ. 1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά 2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
αιμορροΐδες — Κιρσοειδείς διευρύνσεις των αιμορροϊδικών φλεβών. Είναι συχνή πάθηση στα ενήλικα άτομα. Παλαιότερα διαιρούσαν τις α. σε εσωτερικές (που προέρχονται από το εσωτερικό αιμορροϊδικό πλέγμα και είναι σκεπασμένες με βλεννογόνο) και σε εξωτερικές (που… … Dictionary of Greek
Ζερσόν, Ζαν ντε- — (Jean de Gerson, Ζερσόν, Καμπανία 1363 – Λιόν 1429). Γάλλος θεολόγος και στοχαστής. Υπήρξε αρχιγραμματέας του πανεπιστημίου του Παρισιού (από το 1395), ιεροκήρυκας στην αυλή του Καρόλου ΣΤ’ και προστατευόμενος του δούκα Φίλιππου της Βουργουνδίας … Dictionary of Greek
Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… … Dictionary of Greek